γεφυροδοποιός

γεφυροδοποιός
ο
1) строитель мостов и дорог; 2) инженер- мостовик-дорожник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γεφυροδοποιός" в других словарях:

  • γεφυροδοποιός — ο κατασκευαστής γεφυρών και οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + οδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • γεφυροδοποιία — η 1. η κατασκευή γεφυρών και οδών 2. η τέχνη τής κατασκευής γεφυρών και οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεφυροδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»